ηλεκτροκαρδιογράφος

ηλεκτροκαρδιογράφος
ο
(ιατρ.), ειδική συσκευή για τη διάγνωση με ηλεκτρικά μέσα των διαταραχών της καρδιάς.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • ηλεκτροκαρδιογράφος — ο ιατρ. συσκευή που χρησιμοποιείται για την άμεση εγγραφή τών ρευμάτων ενέργειας τής καρδιάς. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. electrocardiography < electro (πρβλ. ηλεκτρο *) + cardiograph < cardio (πρβλ. καρδιά) + graph (πρβλ. γραφος… …   Dictionary of Greek

  • -γραφος — β συνθετικό μεγάλου αριθμού συνθέτων τής αρχαίας, μεσαιωνικής και νέας Ελληνικής, το οποίο προήλθε είτε από το ουσ. γραφή* είτε απευθείας από το ρ. γράφω*. Από τα σύνθετα αυτά, 250 περίπου είναι της αρχαίας γλώσσας, από τα οποία κανένα δεν απαντά …   Dictionary of Greek

  • ηλεκτρ(ο)- — α συνθετικό λέξεων το οποίο δηλώνει ότι το β συνθετικό γίνεται, προέρχεται, κινείται με ηλεκτρισμό ή αναφέρεται σ αυτόν (π.χ. ηλεκτρομηχανή, ηλεκτραγωγός, ηλεκτροχημεία κ.λπ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Α συνθετικό λέξεων, που ανάγονται κανονικώς σε ξένες… …   Dictionary of Greek

  • ηλεκτροκαρδιοσκόπιο — το ιατρ. συσκευή που χρησιμοποιείται για να προβληθούν σε οθόνη οι καμπύλες που δίνει ο ηλεκτροκαρδιογράφος. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. electrocardioscope < electro (πρβλ. ηλεκτρο *) + cardioscope < cardio (πρβλ. καρδιά) + scope… …   Dictionary of Greek

  • βιοηλεκτρισμός — Εξαιρετικά ασθενή ηλεκτρικά ρεύματα τα οποία παράγονται στους ιστούς των ζωντανών οργανισμών και οφείλονται σε διαφορές συγκέντρωσης ιόντων στις δύο πλευρές των κυτταρικών μεμβρανών. Η έντασή τους εξαρτάται από τη λειτουργική κατάσταση των ιστών …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”